- αλευροποιώ
- (Α ἀλευροποιῶ -έω)παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλευροποιός.ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλευροποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, μετατρέπω κάτι σε σκόνη: Στη συνοικία μας ήταν ένα εργοστάσιο που αλευροποιούσε τα κόκαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
αλευροποίηση — η (Τροφ. Τεχνολ.) η πρώτη μετατροπή τού σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος από το αλευροποιώ] … Dictionary of Greek
αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] … Dictionary of Greek
αλέθω — άλεσα, αλέστηκα, αλεσμένος 1. αλευροποιώ: Σε μερικά χωριά αλέθουν ακόμη το στάρι με το χερόμυλο. 2. κάνω κάτι σκόνη: Αγόρασαν ένα μύλο για να αλέθουν τον καφέ. 3. μασώ και χωνεύω καλά: Ο μύλος μου αλέθει καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)